- ιοντοεναλλάκτες
- οἱουσίες σε στερεά κατάσταση, αδιάλυτες στο νερό και ικανές να ανταλλάξουν ιόντα με ηλεκτρολυτικά διαλύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰόν, ἰόντ-ος + ἐν-αλλάκτες (< ἐν-αλλάσσω). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου με αντιδάνειο το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ion-exchangers < ion (πρβλ. ιόν, ιόντος) + exchangers, που αποδίδεται στην ελλ. με τη λ. εναλλάκτες].
Dictionary of Greek. 2013.